Ως αρακάς ή μπιζέλι αναφέρεται συνήθως το μικρό σφαιρικό πράσινο σπέρμα-καρπός ή ο πολύσπερμος λοβός του φυτού Πίσον το ήμερον (Pisum sativum), όσο και το ίδιο το φυτό, το οποίο αναφέρεται και ως μπιζελιά. Οι λοβοί βοτανικά αποτελούν φρούτα, που περιέχει αρκετά σπέρματα, τα οποία αναπτύσσονται από την ωοθήκη του άνθους. Το P.sativum είναι μονοετές φυτό. Η φύτευση μπορεί να λάβει χώρα από το χειμώνα μέχρι νωρίς το καλοκαίρι, ανάλογα με τη τοποθεσία. Το μέσο βάρος του κάθε μπιζελιού είναι ανάμεσα σε 0,1 και 0,36 γραμμάρια. Τα ανώριμα μπιζέλια χρησιμοποιούνται ως λαχανικά, φρέσκα, κατεψυγμένα ή κονσερβοποιημένα. Ο άγριος αρακάς απαντά στη Μεσόγειο και στην Εγγύς Ανατολή. Τα αρχαιότερα αρχαιολογικά ευρήματα αρακά χρονολογούνται από το τέλος της Νεολιθικής Εποχής εκεί που σήμερα είναι η Ελλάδα, η Συρία, η Τουρκία και η Ιορδανία. Υπάρχουν ενδείξεις ότι η καλλιέργειά του στο Δέλτα του Νείλου γινόταν ήδη από το 4800-4400 π.Χ., καθώς και στη Γεωργία από την 5η χιλιετία π.Χ. Ανατολικότερα η καλλιέργεια άρχισε αργότερα. Στο Αφγανιστάν ο αρακάς έφτασε περίπου το 2000 π.Χ. και στο δεύτερο μισό της 2ης χιλιετίας π.Χ. άρχισε η καλλιέργειά του στη λεκάνη του Γάγγη και στη νότια Ινδία. Στα μέσα του 19ου αιώνα, οι παρατηρήσεις του Αυστριακού μοναχού Γκρέγκορ Μέντελ σε φυτά αρακά οδήγησαν στις αρχές της μεντελικής κληρονομικότητας, τη βάση της σύγχρονης γενετικής.